- υποσημειώνω
- ὑποσημειῶ, -όω, NA [σημειῶ / -ώνω]μέσ. υποσημειώνομαι και ὑποσημειοῡμαι, -όομαιβάζω την υπογραφή μου από κάτωνεοελλ.σημειώνω από κάτω, γράφω υποσημειώσειςαρχ.1. σημειώνω με αριθμούς2. μέσ. κρατώ σημειώσεις, σημειώνω.
Dictionary of Greek. 2013.